Ticker

6/recent/ticker-posts

Chillout

Μάχη της Κρήτης

 μάχη-της-κρήτης-χωρίς-όπλα-σε-έναν-πόλε-563619931

Στις 4 Νοεμβρίου του 1940, μία εβδομάδα μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι 19.000 άνδρες που αποτελούσαν την V Μεραρχία Κρήτης είχαν, πλέον, αναπτυχθεί στην ηπειρωτική δυτική Ελλάδα, προκειμένου να συμβάλουν στην άμυνα της χώρας. Εκείνες τις ημέρες, σε μια παράλληλη, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση κίνηση, ολιγάριθμες βρετανικές δυνάμεις αποβιβάζονταν στην Κρήτη. Πρώτη δουλειά τους ήταν να κατασκευάσουν το αεροδρόμιο του Μάλεμε, 17 χιλιόμετρα έξω από τα Χανιά. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ αφενός ήθελε να υποστηρίξει την απόφαση του καθεστώτος Μεταξά να πολεμήσει κατά του Αξονα, αφετέρου διέβλεπε ότι οι πιθανότητες επιτυχίας της επέλασης του Αξονα στην νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν μεγάλες. Εμπειρος και οξυδερκής, ο Βρετανός πρωθυπουργός σχεδίαζε, ήδη, τη δημιουργία ένοπλων αντιστασιακών δικτύων έναντι της επερχόμενης ναζιστικής κατοχής.

Τι θα γινόταν, όμως, με την άμυνα της Κρήτης; Αρκούσαν οι περίπου 2.000 ντόπιοι άνδρες, σε στρατεύσιμη ηλικία, μαζί με τους ελάχιστους Βρετανούς για να αποκρούσουν μια ενδεχόμενη ιταλική ή γερμανική επίθεση; Τα ερωτήματα προκαλούσαν εύλογο προβληματισμό. Οι επικεφαλής των κυρίαρχων φιλοβενιζελικών πολιτικών δικτύων, αλλά και ο τοπικός πληθυσμός, υποπτεύονταν ότι η βαθιά, παραδοσιακή αντιπαλότητά τους έναντι του βασιλιά Γεωργίου Β’ και του Μεταξά, είχε καθοδηγήσει την απόφαση του καθεστώτος να απομακρύνει από το νησί την πλειοψηφία του μάχιμου πληθυσμού. Αλλωστε, στα Χανιά είχε καταγραφεί η μοναδική πράξη αντίστασης κατά της δικτατορίας, το 1938, όταν αρματωμένοι Κρητικοί εξουδετέρωσαν μεν τη μεταξική φρουρά, κράτησαν όμως την εξουσία μόνο για λίγες ώρες. Στην Αθήνα γνώριζαν, επίσης, ότι χιλιάδες όπλα παρέμεναν κρυμμένα σε σπίτια και αποθήκες. Παρότι η Ελλάδα βρισκόταν εν καιρώ πολέμου, τόσο ο Μεταξάς όσο κυρίως ο βασιλιάς σκέπτονταν και το δικό τους μέλλον.

Υποχώρηση στην Κρήτη

Τις πρώτες εβδομάδες του 1941 ο θρίαμβος των Ελλήνων στο μέτωπο παρέμενε νωπός, αλλά οι πολεμικές εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Ολα έδειχναν ότι, αργά ή γρήγορα, οι Γερμανοί θα έφθαναν και στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστούσε επιτακτική τη συγκρότηση δεύτερων γραμμών άμυνας, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού, σε συνεργασία με τους Βρετανούς, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα σώμα Πολιτοφυλακής με περίπου 3.000 ένοπλους Κρητικούς. Η ανταπόκριση, όμως, στο κάλεσμα ήταν τόσο μεγάλη που τρόμαξε τις αρχές. Σύμφωνα με τη νέα διαταγή που έφθασε από την Αθήνα το σχέδιο ανεστάλη. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι ο Μεταξάς είχε πια πεθάνει. Πίσω από την απόφαση ήταν ο ίδιος ο Γεώργιος Β’.

Στις 25 Απριλίου, δύο ημέρες πριν φθάσουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, περίπου 50.000 Βρετανοί, Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί ξεκίνησαν το δύσκολο ταξίδι τους, μετά την υποχώρηση, με προορισμό την Κρήτη. Σχεδόν οι μισοί έφυγαν αμέσως για την Αίγυπτο. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στο νησί. Αντιθέτως, οι άνδρες της V Μεραρχίας, δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, καθώς διατάχθηκαν από την πρώτη δοσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου να ενταχθούν στις κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις της Πελοποννήσου. Χωρίς, λοιπόν, τους Κρητικούς, οι συμμαχικές δυνάμεις που απλώθηκαν στα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο, μαζί με τις ελάχιστες μονάδες που βρίσκονταν εκεί υπό συγκρότηση θα αποτελούσαν την Creta Force (CREFORCE). Αν οι πρώτοι αποτελούσαν έναν εξουθενωμένο στρατό, ο οποίος πολεμούσε επί μήνες, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα, έχοντας αφήσει αμέτρητους νεκρούς σε ξένο έδαφος, οι Ελληνες, και δη οι ντόπιοι Κρητικοί, ήταν έτοιμοι να δώσουν μια μάχη για να σώσουν τα σπίτια τους. Μια μάχη υπέρ βωμών και εστιών.

Το νησί στο στόχαστρο του Χίτλερ

Πριν από όλους είχαν αποβιβαστεί στην Κρήτη, ήδη από τις 23 Απριλίου 1941, ο βασιλιάς και η νόμιμη κυβέρνηση με επικεφαλής, πλέον, τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Ο Γεώργιος Β’ επέλεξε έναν Κρητικό, φιλοβενιζελικό, πρωθυπουργό με στόχο να εξασφαλίσει μια ηπιότερη υποδοχή από τον τοπικό πληθυσμό. Ο Τσουδερός επιχείρησε να υπερβεί τους ατέρμονους ενδοιασμούς των Βρετανών για το πώς θα έπρεπε να διαμορφωθεί η άμυνα της Κρήτης. Πρότεινε την επαναφορά των απότακτων αξιωματικών του 1935 και την αξιοποίηση των ντόπιων δυνάμεων.

Μάχη της Κρήτης: Χωρίς όπλα σε έναν πόλεμο υπέρ βωμών και εστιών-1

Η προσφορά ήταν και πάλι εντυπωσιακή – εξίσου εντυπωσιακός ήταν όμως και ο δισταγμός του βασιλιά και των Βρετανών. Ακόμα και οι αρκετές χιλιάδες άνδρες της V Μεραρχίας που έφθαναν σταδιακά στην Κρήτη διατάχθηκαν να πάνε με άδεια ενός μήνα στα σπίτια τους. Εκεί δηλαδή που τους βρήκε η γερμανική εισβολή. Εκτιμούσε, στις 14 Μαΐου, ο Τσουδερός: «Αν η κυβέρνηση Μεταξά δεν είχε αφοπλίσει τους Κρήτες, οι στρατιωτικές ελλείψεις θα είχαν λιγότερη σημασία». Σύμφωνα δε με τον διοικητή της CREFORCE υποστράτηγο Φράιμπεργκ: «ολόκληρος ο πληθυσμός της Κρήτης ήθελε να πολεμήσει».

Σε παράλληλη δράση και προτού κατακτήσει την Αθήνα, ο Χίτλερ είχε βάλει στο στόχαστρο την Κρήτη. Στις 25 Απριλίου 1941 εξέδωσε την οδηγία για την ανάγκη κατάληψης του νησιού με το σκεπτικό ότι εκεί θα στηνόταν η γερμανική βάση του πολέμου εναντίον των Βρετανών στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Τα γερμανικά σχέδια γνωστά στους Βρετανούς. Ο Φράιμπεργκ ζήτησε αναδιάρθρωση της άμυνας και επιπλέον προσωπικό και περισσότερους οικονομικούς πόρους. Ομως, το Γενικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής είχε ν’ αντιμετωπίσει πολλαπλά μέτωπα και ο περαιτέρω εξοπλισμός της Κρήτης δεν ήταν προτεραιότητα.

Ο εξαίρετος ιστορικός Αντονι Μπίβορ περιγράφει, μέσα σε λίγες λέξεις, το ελλειμματικό σκεπτικό του Λονδίνου:

«Το βρετανικό ελάττωμα του συμβιβασμού, το να προσπαθείς να καλύψεις τα πάντα με πολύ λίγα και στο τέλος να μην καλύπτεις ουσιαστικά τίποτα ήταν πολύ προφανές. Η θέληση και η ενεργητικότητα για δύσκολες αποφάσεις έλειπαν πολύ περισσότερο από τα υλικά».

Είναι ενδεικτικό ότι το ζήτημα του εξοπλισμού των Κρητικών εκκρεμούσε μέχρι την τελευταία στιγμή, με την σχετική ευθύνη να μετατοπίζεται συνεχώς μεταξύ των Βρετανών και των Ελλήνων. Οι τελευταίες σελίδες της σχετικής αλληλογραφίας ήταν αυτές της 18ης Μαΐου 1941.

«Ο ουρανός γέμισε αλεξίπτωτα»

Δεν είναι βέβαιο ότι οι Βρετανοί ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τη γερμανική αερομεταφερόμενη επιχείρηση «Ερμής», ειδικά αν κανείς αναλογιστεί τους αριθμούς. Μέσα σε λίγες ώρες, τα ξημερώματα της 20ής Μαΐου, όταν ξεκίνησε η Μάχη της Κρήτης, μόνο στην ευρύτερη περιοχή του Μάλεμε έπεσαν περίπου 3.000 βόμβες.

Αμέσως μετά, τα μεταγωγικά Junker- 52 έκαναν την εμφάνισή τους και ο ουρανός γέμισε αλεξίπτωτα. Στις 09:15, περισσότεροι από 2.000 Γερμανοί είχαν απλωθεί πέριξ του αεροδρομίου. Σταδιακά, οι μάχες επεκτείνονταν δυτικά και ανατολικά του Μάλεμε, ενώ επιδρομές και ρίψεις μαχητών πραγματοποιήθηκαν τις μεσημεριανές ώρες σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο.

Το 3ο Τάγμα των Γερμανών αλεξιπτωτιστών αναπτύχθηκε προς τον Πλατανιά, όπου και αντιμετώπισε μαζικό κύμα αντίστασης από Νεοζηλανδούς στρατιώτες και Κρητικούς μαχητές «παντός φύλου και ηλικίας, επιτιθέμενους εναντίον των διά πρωτόγονων μέσων», όπως αναφέρεται στον σχετικό τόμο της επίσημης στρατιωτικής Ιστορίας της Νέας Ζηλανδίας.

Εως το βράδυ της 20ής Μαΐου από τους 600 Γερμανούς του Τάγματος είχαν σκοτωθεί οι 400, μεταξύ των οποίων ο διοικητής επισμηναγός Σέρμπερ, ο υποδιοικητής υποσμηναγός Χέινζ και οι τρεις από τους τέσσερις διοικητές λόχων. Ο υποσμηναγός Τρέμπες, ήταν ο τέταρτος διοικητής. Λίγες ημέρες αργότερα, ήταν αυτός που διέταξε τη μαζική εκτέλεση 23 κατοίκων του χωριού Κοντομαρί. Οι Γερμανοί κατέγραψαν σε φωτογραφικά καρέ τη θηριωδία. Πρόκειται για μια από τις πρώτες μαζικές εκτελέσεις, εν είδει αντιποίνων, στην Ευρώπη.

Δυναμική ήταν η αντίσταση και στο Καστέλι Κισάμου, όπου το 1ο Ελληνικό Τάγμα, μαζί με περίπου 200 Κρητικούς, οι οποίοι έφεραν όπλα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν 80 Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Από αυτούς οι 50 σκοτώθηκαν και 28 συνελήφθησαν. Ανάμεσα στους Ελληνες νεκρούς, ήταν 7 πολίτες μεταξύ των οποίων και μία γυναίκα.

Μπορεί το απόγευμα της 21ης Μαΐου οι αλεξιπτωτιστές να είχαν πετύχει τον αντικειμενικό στόχο τους καταλαμβάνοντας το Μάλεμε, στο Βερολίνο όμως μετρούσαν πάνω από 1.800 νεκρούς της Μάχης της Κρήτης.

Μάχη της Κρήτης: Χωρίς όπλα σε έναν πόλεμο υπέρ βωμών και εστιών-2

Αντίποινα προς συμμόρφωση και καταστολή

Στις 25 Μαΐου, κι ενώ πια οι περίφημοι αλπινιστές που είχαν αποβιβαστεί στο νησί επιχειρούσαν να προσεγγίσουν την Παλαιόχωρα στο νότιο τμήμα του νομού Χανίων, έπεσαν σε ενέδρα των ντόπιων -στα Φλώρια και στην Κάνδανο- μετρώντας δεκάδες νεκρούς. Οταν πλέον η Κρήτη είχε πέσει στα χέρια των Γερμανών, στις 3 Ιουνίου, οι ναζί επέστρεψαν στην Κάνδανο την έκαψαν και σκότωσαν μέχρι και τον τελευταίο κάτοικο που είχε απομείνει στο χωριό. Εγραφε έναν χρόνο μετά στο ημερολόγιο του ο Γερμανός ταγματάρχης Φλάκερ αναφερόμενος στη μέθοδο των αντιποίνων: «Είναι αυτονόητο ότι δεν υπήρξε καμία συγγνώμη, διότι ο εντόπιος πληθυσμός ήταν στο σύνολό του οπλισμένος. Γέροι, γυναίκες και μικρά παιδιά έλαβαν μέρος στον αγώνα και μας πυροβολούσαν από τις τρύπες κούφιων ελαιόδεντρων και κάθε είδους φυσικό κάλυμμα».

Η Κρήτη εκείνων των ημερών είναι γεμάτη με ιστορίες αντίστασης. Στα Χανιά, αλλά και στο Ηράκλειο και το Ρέθυμνο. Συνολικά, οι εθελοντές στη Μάχη της Κρήτης ξεπέρασαν τους 6.000. Κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών ημερών της κατοχής, οι Γερμανοί προχώρησαν σε περισσότερες από 800 εκτελέσεις. Για αυτούς ήταν αδιανόητο ότι ο τοπικός πληθυσμός πήρε τα όπλα στο πλευρό των Συμμάχων. Η δεύτερη επιγραφή που έστησαν στην Κάνδανο, μετά το ολοκαύτωμα, αποτυπώνει τη γενικότερη φιλοσοφία των ναζί, οι οποίοι θα ήθελαν να επικρατήσουν ευκολότερα σε έναν εξαρχής άνισο πόλεμο: «Διά την κτηνώδη δολοφονίαν Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του Μηχανικού, από άνδρας, γυναίκας, παιδιά και παπάδες μαζί, και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του Μεγάλου Ράιχ, κατεστράφη την 3-6-1941 η Κάνδανος εκ θεμελίων, διά να μην επανοικοδομηθεί πλέον ποτέ».

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια